αυτομαρτυς

αυτομαρτυς
    αὐτομάρτυς
    αὐτο-μάρτῡς
    -ῠρος ὅ и ἥ непосредственный свидетель, очевидец Aesch.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αυτομαρτυς" в других словарях:

  • αὐτόμαρτυς — oneself the witness masc/fem voc sg αὐτόμαρτυς oneself the witness masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτόμαρτυς — αὐτόμαρτυς ( υρος), ο, η (Α) αυτόπτης μάρτυρας …   Dictionary of Greek

  • μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»